καταληκτική

καταληκτική
καταληκτικός
leaving off
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετράμετρος — η, ο / τετράμετρος, ον ΝΑ 1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες 2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν) ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» το… …   Dictionary of Greek

  • БОЭТ СИДОНСКИЙ —     I.     БОЭТ СИДОНСКИЙ (Βόηθος ὁ Σιδώνιος) (1 в. до н. э.), философ перипатетик, глава Перипатетической школы после Андроника Родосского, комментатор Аристотеля.     Неоплатоник Аммоний называет Б. 11 м «после Аристотеля» схолархом Перипата… …   Античная философия

  • επιφώνημα — Άκλιτο μέρος του λόγου που εκφράζει ένα συναίσθημα, όπως για παράδειγμα λύπη, ευχαρίστηση, θαυμασμό. Το ε. μπορεί να είναι ένας απλός φθόγγος, ο οποίος εκφράζει τη συγκινησιακή ταραχή και ποικίλλει ανάλογα με τον τύπο των συγκινήσεων και, φυσικά …   Dictionary of Greek

  • ευπολίδειος — εὐπολίδειος, ον (Α) [Εύπολις] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Εύπολι 2. φρ. «εὐπολίδειον (μέτρον)» μέτρο τής αρχαίας μετρικής που σύγκειται από το τρίτο γλυκώνειο και την καταληκτική τροχαϊκή τετραποδία …   Dictionary of Greek

  • καταληκτικός — ή, ό (Α καταληκτικός, ή, όν) [καταλήγω] 1. αυτός με τον οποίο λήγει κάτι, αυτός που καταλήγει, που βρίσκεται στο τέλος 2. φρ. «καταληκτικοί στίχοι» οι στίχοι που έχουν ατελή τον τελευταίο πόδα νεοελλ. γραμμ. «καταληκτική ονομαστική» χαρακτηρισμός …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • σατούρνιος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αντίστοιχο τού Κρόνου ρωμαϊκό θεό Σατούρνο, κρόνιος 2. φρ. «σατούρνιος στίχος» (μετρ.) στίχος τής λατινικής ποίησης, ιδίως τών Όσκων, τών Ομβρικών και τών Πελιγνών, που αποτελείται από δύο κώλα, από… …   Dictionary of Greek

  • АНОНИМНЫЙ КОММЕНТАРИЙ К ПЛАТОНОВСКОМУ «ТЕЭТЕТУ» — – уникальный памятник комментирования Платона в эпоху среднего платонизма. Дошел на папирусном свитке 1 й пол. 2 в. н.э., который египтолог Л.Борхардт приобрел в Каире в 1901 и передал в Королевский музей Берлинской академии наук (рар. 9782).… …   Философская энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”